μονοτρύσιος

μονοτρύσιος
-α, -ο (για τα λεπιδόπτερα) αυτός που έχει έναν μόνο γεννητικό πόρο τόσο για τη σύζευξη όσο για την ωοτοκία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”